ἀντί

ἀντί
ἀντί prep. w. gen. (Hom.+; for lit. s. on ἀνά, beg.); orig. mng. local, ‘opposite’, then of various types of correspondence ranging from replacement to equivalence. A marker
indicating that one person or thing is, or is to be, replaced by another, instead of, in place of ἀντὶ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ Ἡρῴδου in place of his father Herod Mt 2:22 (cp. Hdt. 1, 108; X., An. 1, 1, 4; Appian, Mithrid, 7 §23 Νικομήδης ἀντὶ Προυσίου ἐβασίλευε, Syr. 69 §364; 3 Km 11:43; Tob 1:15, 21; 1 Macc 3:1; 9:31 al.; Jos., Ant. 15, 9). ἀ. ἰχθύος ὄφιν instead of a fish, a snake Lk 11:11 (Paroem. Gr.: Zenobius [Hadr.] 1, 88 ἀντὶ πέρκης σκορπίον, prob. from Attic comedy: Kock III 678 [Adesp.]; Paus. 9, 41, 3 Cronos receives ἀντὶ Διὸς πέτρον to swallow). ἀ. τῆς προκειμένης αὐτῷ χαρᾶς ὑπέμεινεν σταυρόν Hb 12:2 (cp. PHib 170 [247 B.C.] ἀντὶ φιλίας ἔχθραν; 3 Macc 4:6, 8); sense 3 is also prob., depending on the mng. of πρόκειμαι (q.v. 2 and 3). Cp. Hs 1:8; 9, 29, 4.
indicating that one thing is equiv. to another, for, as, in place of (Diod S 3, 30, 3) κόμη ἀ. περιβολαίου hair as a covering 1 Cor 11:15. ὀφθαλμὸν ἀ. ὀφθαλμοῦ καὶ ὀδόντα ἀ. ὀδόντος Mt 5:38 (Ex 21:24). κακὸν ἀ. κακοῦ ἀποδίδωμι (cp. Ael. Aristid. 38 p. 711 D.: ἴσα ἀντʼ ἴσων ἀποδ.; Pr 17:13; Mel., P. 72, 531 κακὰ ἀντὶ ἀγαθῶν [cp. Ps 34:12].—SIG 145, 9 τὰ κακὰ ἀντὶ τ. ἀγαθῶν) Ro 12:17; 1 Th 5:15; 1 Pt 3:9. λοιδορίαν ἀ. λοιδορίας ibid. (Dionys. Soph., Ep. 40 χάριν ἀντὶ χάριτοσ= gift in return for gift). Differently to be understood is χάριν ἀ. χάριτος grace after or upon grace (i.e. God’s favor comes in ever new streams; cp. Philo, Poster. Cain. 145 διὰ τὰς πρώτας χάριτας … ἑτέρας ἀντʼ ἐκείνων καὶ τρίτας ἀντὶ τ. δευτέρων καὶ ἀεὶ νέας ἀντὶ παλαιοτέρων … ἐπιδίδωσι. Theognis 344 ἀντʼ ἀνιῶν ἀνίας) J 1:16 (JBover, Biblica 6, 1925, 454–60; PJoüon, RSR 22, ’32, 206; WNewton, CBQ 1, ’39, 160–63).
indicating a process of intervention. Gen 44:33 shows how the sense ‘in place of’ can develop into in behalf of, for someone, so that ἀ. becomes =ὑπέρ (s. Rossberg [s.v. ἀνά] 18.—Diod S 20, 33, 7 αὐτὸν ἀντʼ ἐκείνου τὴν τιμωρίαν ὑπέχειν=he would have to take the punishment for him [i.e., his son]; Ael. Aristid. 51, 24 K.=27 p. 540 D.: Φιλουμένη ψυχὴν ἀντὶ ψυχῆς κ. σῶμα ἀντὶ σώματος ἀντέδωκεν, τὰ αὑτῆς ἀντὶ τῶν ἐμῶν) δοῦναι ἀ. ἐμοῦ καὶ σοῦ pay (it) for me and for yourself Mt 17:27. λύτρον ἀ. πολλῶν a ransom for many 20:28; Mk 10:45 (Appian, Syr. 60 §314 διδόναι τι ἀντὶ τῆς σωτηρίας, Bell. Civ. 5, 39 §166 ἐμοὶ ἀντὶ πάντων ὑμῶν καταχρήσασθαι=inflict punishment on me in place of all of you; Jos., Ant. 14, 107 τὴν δοκὸν αὐτῷ τὴν χρυσῆν λύτρον ἀ. πάντων ἔδωκεν; cp. Eur., Alc. 524). S. the lit. on λύτρον.—W. articular inf. (Ael. Aristid. 34 p. 654 D.; Jos., Ant. 16, 107) ἀ. τοῦ λέγειν ὑμᾶς instead of (your) saying Js 4:15 (B-D-F §403; Rob. 574; Mlt-Turner 258).—Replacing the gen. of price (even in Hdt. et al., s. Kühner-G. I 454; cp. Hdt. 3, 59 νῆσον ἀντὶ χρημάτων παρέλαβον; Pla., Rep. 371d; Jos., Ant. 4, 118) ἀ. βρώσεως μιᾶς ἀπέδοτο (in exchange) for a single meal Hb 12:16. So perh. also vs. 2 (s. 1 above).
indicating the reason for someth., because of, for the purpose of, ἀ. τούτου for this reason Eph 5:31. W. attraction of the rel. ἀνθʼ ὧν in return for which=because (Soph., Ant. 1068; X., An. 1, 3, 4; OGI 90, 35 [196 B.C.]; PLeid D I, 21; LXX; AscIs 2:14; Jos., Ant. 17, 201; SibOr 5, 68; B-D-F §294, 4) Lk 1:20; 19:44; Ac 12:23; 2 Th 2:10.
indicating result, w. implication of being a replacement for someth., wherefore, therefore, so then (Aeschyl., Prom. 31; Thu. 6, 83, 1; 4 Macc 18:3; Jdth 9:3; Jos., Ant. 4, 318) Lk 12:3.—DELG s.v. ἄντα. M-M. EDNT. TW.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αντί — και αντίς πρόθεση 1. συντάσσεται με αιτ. ή και ονομαστ. και σημαίνει αντικατάσταση: Ζημιά θα χουμε αντίς ωφέλεια. – Αντίς ο Γιάννης ήρθ ο Πέτρος. 2. με την ίδια σημασία εκφέρεται μαζί με τις προθέσεις για, με, σε, από, ή συντάσσεται με τελική… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀντί — over against. indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αντί — (I) και αντίς πρόθ. (AM ἀντί) 1. (για τόπο) απέναντι, αντίκρυ «στάθηκε αντί στο πέλαγο κι αντί στ άγριο το κύμα» (δημοτ. τραγ.) «μηδ ἀντ ἠελίου τετραμμένος ὀρθὸς ὁμιλεῑν» (Ησίοδ.) 2. σε αντάλλαγμα, σε αντικατάσταση «παρὰ δὲ Ἑρμιονέων νῆσον ἀντὶ… …   Dictionary of Greek

  • αντι- — (AM ἀντι ) (< πρόθ. αντί). Κατά τη σύνθεση, η πρόθεση αντί προ φωνήεντος εμφανίζεται κανονικά με έκθλιψη του ι ως αντ είτε, αφομοιωτικά, ως ανθ , όταν το φωνήεν που ακολουθεί δασύνεται, μολονότι σε νεώτερα ιδίως σύνθετα ή και σε αρχαία από… …   Dictionary of Greek

  • αντι(σ)κόβω — αντι(σ)κόβω, αντί(σ)κοψα βλ. πίν. 7 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • Ἀντὶ δὲ πληγῆς φονίας φονίαν… — См. Око за око, зуб за зуб …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • .αντι — ἐντι , εἰμί sum pres ind act 3rd pl (doric) ἐντι , εἰμί sum pres ind act 3rd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντί' — ἀντία , ἀντίον neut nom/voc/acc pl ἀντία , ἀντίος set against neut nom/voc/acc pl ἀντίε , ἀντίος set against masc voc sg ἀντίαι , ἀντίος set against fem nom/voc pl ἀντίᾱͅ , ἀντίος set against fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Άντι, Έντρε — (Endre Ady, Ερμίντσζεντ 1877 – Βουδαπέστη 1919). Ούγγρος ποιητής. Αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές του σε κολέγιο καλβινιστών, ακολούθησε τον δημοσιογραφικό κλάδο, εκδηλώνοντας λαϊκές και ριζοσπαστικές τάσεις. Η πρώτη του ποιητική συλλογή πέρασε… …   Dictionary of Greek

  • Γκαρσία, Άντι — (Andy Garcia, Αβάνα 1956 –). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Κουβανού ηθοποιού του κινηματογράφου Αντρέ Αρτούρο Γκάρσι Μενεντέζ (Andres Arturo Garci Menendez). Από τους πιο χαρισματικούς ηθοποιούς της γενιάς του, συχνά συγκρίνεται, ίσως και λόγω… …   Dictionary of Greek

  • Γουόρχολ, Άντι — (Andy Warhol, Φόρεστ Σίτι, Πενσιλβάνια 1928 – 1987). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του πολωνικής καταγωγής Αμερικανού ζωγράφου και σκηνοθέτη του κινηματογράφου Άντριου Γουορχόλα (AndrewWarhola). Ο Γ. σπούδασε στο ινστιτούτο τεχνολογίας του Κάρνεγκι. Το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”